ορμαθός

ορμαθός
ο (ΑΜ ὁρμαθός)
1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.)
2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς χορευτῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρμος (Ι) + επίθημα -αθος (πρβλ. κάλαθος, κύαθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁρμαθός — string masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθοῖς — ὁρμαθός string masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθοί — ὁρμαθός string masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθοῦ — ὁρμαθός string masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθούς — ὁρμαθός string masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθῶν — ὁρμαθός string masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθῷ — ὁρμαθός string masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρμαθόν — ὁρμαθός string masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμάθιον — ὁρμάθιον, τὸ (Α) [ορμαθός] μικρός ορμαθός …   Dictionary of Greek

  • ένδεσμα — το (Α ἔνδεσμα) νεοελλ. δέσμη, ορμαθός αρχ. περίαπτον, φυλαχτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”